Μια καρδούλα σχηματισμένη στο χώμα, και μετά σφαίρες και φόβος. Ένα αξέχαστο ταξίδι σε μια χώρα όπου όλα φαίνονται αξιοπερίεργα, όπου τελικά βρήκε το «σπίτι» της. Σπουδές στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, δουλειά στη Θεσσαλονίκη των ακριβών ενοικίων και των χαμηλών προσδοκιών.
Η Άννα Κοντακτσίου είναι εικαστικός και συνιδρύτρια του πολυχώρου τέχνης Lagg. Είχε αρκετά να πει στην Parallaxi για το μεταναστευτικό της βίωμα, τη ζωγραφική και για το πόσο χώρο έχουν οι νέοι καλλιτέχνες στην πόλη σήμερα.
Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για σένα, ξεκινώντας από το πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στον Πολύγυρο το 1993. Είμαι παιδί Αλβανών μεταναστών που είχαν έρθει στην Ελλάδα το 1991 με το μεγάλο κύμα μετανάστευσης. Τον πρώτο καιρό, έκατσα πάρα πολύ λίγο στην Ελλάδα και μετά επιστρέψαμε στην Αλβανία. Το 1997 ξαναγυρίσαμε Ελλάδα. Έκτοτε ζω και εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη. Έχω το ατελιέ μου εδώ, σχολείο και σπουδές εδώ, όλοι οι φίλοι είναι εδώ… Κοινώς, είμαι πάρα πολύ σταθερή με την πόλη. Αυτή είναι η ιστορία μου: Λίγη Αλβανία, πολλή Θεσσαλονίκη, και πολλή τέχνη!
Πώς προέκυψε να έρθουν οι γονείς σου εδώ το ’91;
Πρώτα βρέθηκε ο πατέρας μου στη Φούρκα, στη Χαλκιδική, και μετά από κάποιους μήνες ακολούθησε η μητέρα μου. Ήρθαν με την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία. Τότε πάρα πολλοί άνθρωποι μετανάστευσαν, κυρίως στην γειτονικές χώρες, την Ιταλία και την Ελλάδα. Τα αίτια ήταν η φτώχεια και η ευκαιρία να φύγεις από μία χώρα η οποία μέχρι πρότινος ήτανε με κλειστά σύνορα, με πολύ αυστηρό καθεστώς. Έτσι όπως το βλέπω πλέον, ο «έξω κόσμος» είχε κάπως μυθοποιηθεί και όλοι ήθελαν να φύγουν, για να έχουνε μια καλύτερη ζωή. Δεν το πολυσκέφτονταν δηλαδή ούτε είχαν αυτό το μαράζι που είχαν οι Έλληνες μετανάστες, που βέβαια πηγαίναν και πολύ πιο μακριά. Στους Αλβανούς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τόσο έντονα αυτό το “homesick”, ας πούμε. Υπήρχε μεγαλύτερος ενθουσιασμός στο να φύγουνε, χωρίς να ξέρουνε φυσικά και τι τους περιμένει.
Υπάρχουν κάποια στοιχεία από την παιδική σου ηλικία αξιομνημόνευτα, που ίσως να επηρέασαν και την τέχνη σου αργότερα;
Μέχρι πρόσφατα, δεν είχε έρθει στην επιφάνεια κάτι από τη παιδική μου ηλικία ή από το μεταναστευτικό μου βίωμα. Αλλά τον τελευταίο χρόνο έχω ξεκινήσει μια σειρά έργων για την αλβανική μετανάστευση, την κατάρρευση του καθεστώτος, με όλο το αλβανικό ζήτημα πριν και μετά την κατάρρευση. Και μπορώ να πω ότι όλες οι ιστορίες που έχω ακούσει διάσπαρτα κάπως αποτελούσαν τα κομμάτια ενός παζλ που προσπάθησα να συνθέσω, γεμίζοντας τα κενά με διάφορα άρθρα, διάφορα βιβλία που έχω διαβάσει, άλλες μαρτυρίες… Οπότε, μπορώ να πω ότι τον τελευταίο χρόνο έχουν παίξει ρόλο στην τέχνη μου κάποια κομμάτια της παιδικής μου ηλικίας, που αφορούν κυρίως προφορικές ιστορίες. Και το άλλο κομμάτι θεωρώ πως αφορά την ποπ κουλτούρα της εποχής τέλη ’90-αρχές 2000, που ήτανε και η πολύ παιδική μου ηλικία, όπου γράφονταν πιο έντονα τα βιώματα στη μνήμη και με διαμόρφωναν σαν αισθητική και σαν οντότητα γενικότερα.
Θες να μοιραστείς πιο συγκεκριμένα κάποια κομμάτια;
Να ξεκινήσω από τα γεγονότα του ’97. Νομίζω σ’ όποιον Αλβανό πεις «1997», ξέρει πάρα πολύ καλά πού αναφέρεσαι. Είναι σαν να λες «1922» σε έναν Έλληνα. Για τους Αλβανούς, το ‘97 ήτανε μια περίοδος πρακτικά εμφυλίου πολέμου, που ξεκίνησε με την κατάρρευση των εταιρειών «πυραμίδων» που είχανε αρχίσει να ξεπροβάλλουν σιγά-σιγά από τη στιγμή που έπεσε το καθεστώς, και μάλιστα με το λεγόμενο «Σχήμα Πόντσι», που είναι το χειρότερο σύστημα. Οπότε, έσκασε όλο αυτό το πράγμα, οι άνθρωποι χάσαν τα λεφτά τους, άρχισαν τις διαδηλώσεις και κάπως αυτή η κατάσταση έφτασε εκτός ελέγχου.
Εμείς τότε μέναμε στην Αυλώνα, από όπου καταγόταν η μητέρα μου. Εκεί ήταν το κέντρο αυτής της κατάστασης της εμπόλεμης, γιατί από κει ξεκίνησαν όλες οι διαδηλώσεις. Οπότε, σκέψου ότι στην Αυλώνα για κάποιον καιρό δεν υπήρχε αστυνομία. Αν θυμάμαι καλά, είχαν κλέψει οι συμμορίες όπλα από την αστυνομία και το στρατό και ήτανε όλα ξέφραγο αμπέλι. Δεν μπορούσανε να μπούνε προμήθειες στην πόλη, γιατί διαφορές συμμορίες κάνανε ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, εκφοβίζανε τον κόσμο, στήνανε μπλόκα στην είσοδο της πόλης. Για αρκετό καιρό, το μόνο που μπορούσαμε να φάμε ήτανε λίγα φασόλια, άντε να βρούμε και λίγο αλεύρι για να φτιάξουμε ψωμί στο σπίτι. Εννοείται δεν λειτουργούσαν σχολεία για κάποιους μήνες. Ήταν πόλεμος κανονικά.
Εγώ από όλα αυτά έχω μόνο συγκεκριμένες αναμνήσεις. Μία από αυτές είναι όταν μαζευόμασταν όλη η οικογένεια στο χολ τα βράδια. Βαρούσαν οι σειρήνες κανονικά και ξεκινούσαν οι πυροβολισμοί. Οπότε, για να προστατευτούμε από τις σφαίρες, κλειδαμπαρώναμε και μαζευόμασταν όλοι μαζί στο χολ, που ήτανε τυφλό από παράθυρα. Ήμασταν στο πατρικό της μητέρας μου, εγώ οι γονείς μου, η γιαγιά κι ο αδερφός της μαμάς μου. Πολλές φορές, όταν αρρώσταινα, με βάζαν στρωματσάδα στο χολ και μου βάζαν κομπρέσες με ξύδι μέχρι να σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Πολύ έντονη αυτή η μυρωδιά, τη θυμάμαι…
Ένα άλλο περιστατικό ήτανε με τα παιδιά της γειτονιάς, που παίζαμε ανάμεσα στις πολυκατοικίες τις κομμουνιστικές. Κάποια στιγμή, είχαμε πάει σε ένα γιαπί πιο μακριά. Και ξαφνικά ακούσαμε τις σειρήνες. Επειδή όλα τα παιδιά ήτανε πολύ μεγαλύτερά μου, τρέξανε πιο γρήγορα και με αφήσαν μόνη μου πίσω. Θυμάμαι να ακούω τους πυροβολισμούς τριγύρω μου και να τρέχω ουρλιάζοντας. Νομίζω ήταν η πιο τρομακτική σκηνή η ζωής μου. Δεν έχει τύχει να τρομάξω ποτέ περισσότερο. Και μετά θυμάμαι τη μάνα μου να με υποδέχεται πανικοβλημένη στο κατώφλι.
Στην υπόλοιπη πόλη τι επικρατούσε;
Βλέπαμε συμμορίτες μέσα σε αμάξια με σπασμένα παράθυρα. Φοβόσουνα γενικά. Πάρα πολύς φόβος. Αυτό το θυμάμαι. Φοβός να βγεις έξω —εννοείται ποτέ το βράδυ. Έπρεπε να μην προκαλέσεις κανένα, να κοιτάς δεξιά και αριστερά, μην κάποιος τσακώνεται, μην πάθεις κάτι… Εμείς μέναμε και λίγο πιο έξω από το κέντρο, κοντά στα τρένα. Εκεί ήταν το «άντρο» των συμμοριτών. Παραδίπλα έμενε ο αρχηγός από μια συμμορία. Και τι γινόταν τότε; Για να μην έρθουν κρατικές δυνάμεις, οι συμμορίτες αναγκάζαν τους ενοίκους από τις πολυκατοικίες να φυλάνε σκοπιά. Και το ‘κανε αναγκαστικά και ο πατέρας μου. Καθότανε όλη νύχτα στο μπαλκόνι με το τσιγάρο στο στόμα και φύλαγε.
Κάποια καλή ανάμνηση μέσα σε αυτήν την κατάσταση;
Μια από τις λίγες είναι από την πόλη του πατέρα μου, το Φιέρι, όπου είχαμε βρεθεί γύρω στο ‘95. Θυμάμαι απέναντι από το πατρικό του υπήρχε μια μονοκατοικία με βενζινάδικο από κάτω. Και σ’ αυτό το σπίτι ξεχώριζες φως απ’ το παράθυρο. Αυτό γιατί ήταν τόσο ιδιαίτερο; Γιατί τότε στην Αλβανία κοβόταν πολύ συχνά το ρεύμα. Όμως, εκείνο το σπίτι στο βάθος είχε γεννήτρια. Και το ‘βλεπα να ξεχωρίζει όποτε κοβόταν το ρεύμα σε εμάς! Η μητέρα μου, τι άλλο να κάνει σε ένα θεοσκότεινο σπίτι με ένα παιδί; Καθόταν μέσα στα σκοτάδια και μου το ‘δειχνε. Οπότε, καθόμασταν και θαυμάζαμε τη «βίλλα». Έτσι την ονόμαζε, για να με εντυπωσιάσει. Ήταν λίγο συμβολική αυτή η μικρή λάμψη στο απόλυτο σκοτάδι.
Και πώς ξαναήρθατε στην Ελλάδα, οριστικά πια;
Πρώτα ήρθε ο πατέρας μου Θεσσαλονίκη. Έπιασε δουλειά στην Amstel σαν συντηρητής και μετά στις οικοδομές. Είχε βρει δουλειά και σπίτι και μετά ξεκινήσαμε με τη μαμά μου από την Αυλώνα, το Σεπτέμβρη του ‘97. Η κατάσταση ήταν ακόμα εμπόλεμη αλλά είχε αρχίσει να κοπάζει κάπως.
Το ταξίδι το θυμάμαι πολύ έντονα, γιατί ήτανε πολύ επεισοδιακό! Γενικότερα, ο περισσότερος κόσμος πήγαινε Ελλάδα με πλοίο της γραμμής από Αυλώνα προς Ηγουμενίτσα. Εκείνη τη μέρα, εμείς έχουμε ετοιμάσει τα πάντα, έχουμε ετοιμάσει τις βαλίτσες μας, πάμε στο λιμάνι και τελικά μαθαίνουμε ότι δεν θα ξεκινήσει το πλοίο εκείνη τη μέρα. Έπρεπε να βρούμε μεταφορικό μέσο για να πάμε στα σύνορα. Κάπως βρίσκουμε ένα ταξί με μια γνωστή μας και ξεκινάμε. Όμως, το ταξί άρχισε να πηγαίνει από άλλο δρόμο, δήθεν επειδή ο ταξιτζής είχε μια δουλειά. Κι επειδή γενικά ήτανε πολύ επικίνδυνα τα πράγματα, ειδικά όταν ήσουν γυναίκα σε ένα ταξί με ένα κοριτσάκι, η μάνα μου και η γνωστή μας απαίτησαν να μας αφήσει να κατεβούμε. Με τα πολλά, βρήκαν ένα άλλο ταξί με έναν ακόμα επιβάτη, που μας πήγε μέχρι Άγιους Σαράντα, σε ένα καινούργιο τελωνείο, που είχε μόνο μια σκηνή με ένα γραφείο και μια λάμπα μέσα.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο τελωνιακός άφησε μόνο εμένα και τη μητέρα μου να περάσουμε. Κανέναν άλλον.
Αναλογίζομαι πόσο στρες είχε η μάνα μου. Φαντάσου μας μόνες στη μέση του πουθενά σε μιαν άγνωστη χώρα, ενώ σουρουπώνει. Εν πάση περιπτώσει, βρίσκουμε ένα ζευγάρι που είχανε καλέσει ένα ελληνικό ταξί. Μας αφήνουνε μέχρι ένα σημείο και από εκεί παίρνουμε ένα ΚΤΕΛ, υποτίθεται προς Θεσσαλονίκη. Μη με ρωτάς πώς, αλλά το ΚΤΕΛ κατέληξε Ρίο-Αντίρριο! Περάσαμε απέναντι με το καραβάκι και καταλήξαμε στον… Κηφισό χαράματα!
Η μάνα μου, αναστατωμένη, έψαχνε από ένα τετράδιο με τηλέφωνα να βρει κάποιον συγγενή να τηλεφωνήσει. Τελικά, της χάρισε ένας άλλος Αλβανός εκεί στα ΚΤΕΛ την τηλεκάρτα του και πήρε κάτι ξαδέρφες να μας μαζέψουν. Όντως κάτσαμε ένα βράδυ —εκεί πρωτοέφαγα στη ζωή μου τοστ!— και ανεβήκαμε Θεσσαλονίκη με το τρένο.
Η ζωή στην Ελλάδα πώς κύλησε μετά;
Ε, εκεί απέκτησα πολύ πιο κλασικές παιδικές αναμνήσεις: παιδικές χαρές, η ιδιωτική τηλεόραση, τα γλυκά στα ψιλικατζίδικά, τα παιχνίδια, τα καταστήματα… το λούνα παρκ στη «Σαλαμίνα»! Από τις τελευταίες γενιές που το προλάβαμε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έφαγα πιτόγυρο —τη δεύτερη κιόλας μέρα στην Ελλάδα! Για μένα, ήταν εντυπωσιακά όλα αυτά, προερχόμενη από την κατάσταση που σου περιέγραψα. Ήταν και η «χρυσή εποχή» της Ελλάδας τότε, οπότε αυτή η πληθώρα στα πάντα μού προκάλεσε ένα μικρό πολιτισμικό σοκ.
Οικογενειακά Χριστούγενα του 1997 στην Ελλάδα, ασφαλείς πια μετά από τη μεγάλη περιπέτεια.
Πήγα νηπιαγωγείο έναν χρόνο και μετά σχολείο. Ευτυχώς δεν αντιμετώπισα ιδιαίτερες ρατσιστικές συμπεριφορές ούτε είχα θέμα με τη γλώσσα, επειδή μου μάθαινε η μάνα μου, που ήξερε ελληνικά από την πρώτη φορά που ήρθαμε.
Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι κάποιες περιπτώσεις διαχωρισμού από τη δασκάλα μου σε σχέση με τα Ελληνόπουλα. Και όχι μόνο σε μένα αλλά και σε ένα κοριτσάκι από τη Γεωργία. Είναι αυτό καμιά φορά, που ο ρατσισμός εντοπίζεται σε πολύ μικρές λεπτομέρειες που δεν τις συνειδητοποιείς. Τότε μου φαινότανε και λίγο φυσιολογικό σαν παιδί, ότι «Εντάξει, εμείς είμαστε ξένοι, δεν θα μας έχουν ίσους». Αλλά μεγαλώνοντας άρχισα να καταλαβαίνω ότι «Α, τελικά δεν ήταν και τόσο σωστό ή φυσιολογικό να νιώθω εγώ ότι έτσι είναι το κανονικό, να διαχωρίζομαι από τους άλλους».
Νομίζω ότι έφερα και εγώ το στίγμα, κι ας είχα ενσωματωθεί στην Ελλάδα. Δεν μιλούσαμε χαμηλόφωνα, π.χ., τα αλβανικά στο δρόμο, όμως το καταλάβαινα από άλλα πράγματα: Φοβόμουν να πω ότι είμαι από την Αλβανία, γιατί σκεφτόμουν ότι μπορεί να μη με συμπαθούν πια. Θυμάμαι στις ειδήσεις που ο χαρακτηρισμός «Αλβανός» προηγούνταν συχνά σε λέξεις όπως «κλέφτης», «δράστης», «εγκληματίας», ενώ σε Έλληνες δεν γινόταν αυτό. Η καταγωγή μου ήταν το πρώτο που αναφερόταν στους τίτλους των ειδήσεων.
Με τη ζωγραφική ποια ήταν η πρώτη σου επαφή;
Από πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να ζωγραφίζει. Δεν διαχωρίζεται από τις μνήμες ή την προσωπικότητά μου. Για μένα, ήταν δεδομένο ότι όποτε δεν χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο, θα ζωγραφίζω. Θυμάμαι να έχω τετραδιάκια, μπλοκάκια των γονιών μου με στυλό, με μολύβι, και είτε θα ζωγράφιζα το χέρι μου είτε θα είναι μάθαινα να κάνω σπιτάκια, λουλουδάκια… Ακόμα και στα χώματα ζωγράφιζα!
Το οικογενειακό περιβάλλον σε ενθάρρυνε;
Ναι, πολύ. Ακόμα και όταν επέλεξα την Καλών Τεχνών σαν σχολή. Απορώ ώρες-ώρες με αυτό, καθότι ήμουν ένα παιδί μεταναστών σε ξένη χώρα, με οικονομικά προβλήματα, χωρίς βοήθεια κτλ. Δεν είναι εύκολο με όλα αυτά να ωθήσεις το παιδί σου στο δρόμο των τεχνών και όχι σε κάτι πιο σταθερό οικονομικά. Είναι πολύ αξιοσέβαστο από μεριάς τους.
Για πες μας για την Καλών Τεχνών, λοιπόν.
Είχα δώσει Πανελλήνιες το 2011 και είχα περάσει στο ΤΕΙ Γραφικών Τεχνών στην Αθήνα. Αλλά ήταν η έναρξη της κρίσης και οι δικοί μου δεν μπορούσαν να το υποστηρίξουν καθόλου οικονομικά. Δοκίμασα να δώσω και για Καλών Τεχνών, όμως χωρίς προετοιμασία. Προφανώς με κόψανε και περίμενα έναν χρόνο για να ξαναδώσω.
Αυτήν τη φορά, πήγα σε κάποια φροντιστήριο, αφού μαζέψαμε κάποια χρήματα. Ήταν τρεις μήνες πριν τις εξετάσεις. Θυμάμαι όταν είχα πάει να γραφτώ, μου λένε: «Εννοείται να δώσεις, αν και δύσκολο να περάσεις με τόσο λίγη προετοιμασία». Αλλά εγώ είχα πάει με το σκεπτικό ότι ή θα περάσω ή τίποτα. Χρήματα δεν υπήρχαν για να ξαναπάω φροντιστήριο και ούτε στην Αθήνα μπορούσα να κατέβω. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να αμφιβάλει για το στόχο του. Και κάπως έτσι, με τη βοήθεια και της τύχης, πέρασα.
Θυμάσαι την κατάσταση τότε που μπήκες στη σχολή, μέσα στην κρίση κιόλας;
Η πρώτη χρονιά ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Είχαν μειωθεί πολύ τα κονδύλια. Όλο εκείνον το χειμώνα δεν είχαμε καθόλου θέρμανση. Ήμασταν στα εργαστήρια και ζωγραφίζαμε με τα μπουφάν και με γάντια. Ήταν και λίγο απογοητευτικό, θεωρώ, να κάνεις τόση προσπάθεια να μπεις και να σε περιμένει αυτό μετά. Εγώ σαν ζωγράφος δεν έχω εξασκηθεί ποτέ σε γυμνό μοντέλο, γιατί δεν υπήρχανε τα χρήματα για να πληρώσουν τους ανθρώπους. Την επόμενη χρονιά βελτιώθηκαν τα πράγματα ευτυχώς.
Αυτό που μου έμεινε γενικά είναι ότι, παρά την τραγική κατάσταση λόγω κρίσης, ο κόσμος κάπως άντεχε. Κάπως συνεχίζαμε να πηγαίνουμε, να κάνουμε τα έργα μας, τις πτυχιακές μας. Κι αυτό είναι αξιοθαύμαστο. Προσπαθούσαν οι φοιτητές, και με την καθημερινή τους παρουσία και με διάφορες δράσεις να διεκδικήσουνε περισσότερα, σε μια περίοδο κιόλας που το κράτος τα είχε λίγο υποβιβασμένα τα πανεπιστήμια. Αυτά κρατάω από τότε, μαζί με την ελευθερία που είχαμε στο πρόγραμμα της σχολής, κάποιες συμβουλές καθηγητών και φυσικά τους φίλους και συνεργάτες που απέκτησα.
Σήμερα πού κινείσαι καλλιτεχνικά; Υπάρχει κάποιο ρεύμα ή καλλιτέχνης που ξεχωρίζεις;
Δεν ξέρω αν υπάρχουνε πια στην τέχνη και τόσο οριοθετημένα αυτά τα πράγματα. Συνήθως χρησιμοποιώ την τεχνική και την αισθητική που εξυπηρετεί το θέμα το οποίο θέλω να αναπτύξω. Έχω κάνει πολλές δουλειές που είχανε αρκετό ρεαλισμό και παραστατικότητα. Έχω ασχοληθεί με ζωγραφική, σχέδιο, ψηφιακά και φωτογραφία. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι και λίγο με τυπώματα —λιθογραφίες συγκεκριμένα— και με τα installation.
Έχω πολλούς και διαφορετικούς καλλιτέχνες που θεωρώ αγαπημένους. Μου αρέσει πολύ ο William Kentridge, που δουλεύει πολύ με κάρβουνο και το συνδυάζει με animation και video art. Πολύ έχω επηρεαστεί και από τον Robert Longo, έναν σχεδόν φωτορεαλιστικό καλλιτέχνη, ή τον Anselm Kiefer, που δουλεύει περισσότερο με την ύλη. Και το χρώμα του Matisse μού αρέσει πολύ, και ο εξπρεσιονισμός του Kirchner…
Ποιες είναι οι βασικές σειρές έργων σου;
Η πρώτη σειρά έργων ήταν για την πτυχιακή μου, όπου έθιγα ζητήματα εγκλωβισμού κοινωνικού ή προσωπικού. Αποτελούνταν από ελαιογραφίες, σχέδια και φωτογραφίες. Χρησιμοποιούσα μια σειρά από πολύ καθημερινά, ρεαλιστικά περιβάλλοντα, κυρίως εσωτερικών χώρων, πάνω στα οποία υπήρχε μία μαύρη «θορυβώδης» φιγούρα, οριακά σαν μουτζούρα. Στις φωτογραφίες συγκεκριμένα απαθανάτιζα εξωτερικούς χώρους και ζωγράφιζα από πάνω τη φιγούρα. Ήθελα να δείξω πώς η φιγούρα βγαίνει από το «σφιχτό» ιδιωτικό χώρο στο δημόσιο χώρο, μα παραμένει το ίδιο θορυβώδης και μη συμβατή με το περιβάλλον.
Δωμάτιο ΙΙ (2018)
Στην επόμενη σειρά ξεκίνησα με μικρά σχεδιάκια σε κάρβουνο και έπειτα πήγε σε μεγαλύτερα μεγέθη και φωτογραφίες. Με αυτήν πειραματίστηκα και για πρώτη φορά σε μια μορφή street art. Σε αυτά τα έργα υπήρχαν πάλι ανθρώπινες φιγούρες, ρεαλιστικά ζωγραφισμένες, να ποζάρουν αμέριμνες στο προσκήνιο, ενώ από πίσω υπήρχε ένας απειλητικός, πυκνός μαύρος καπνός. Υπήρχε δηλαδή αυτό το οξύμωρο, αν θέλεις, ότι ο θεατής βλέπει μια καταστροφή, έναν καπνό που θα μπορούσε να θορυβήσει τον πρωταγωνιστή της εικόνας, παρόλα αυτά εκείνος στέκει αδιάφορος και αμέριμνος.
Στο μεταξύ, προέκυψε ο εγκλωβισμός του Covid και δεν μπορούσα να δείξω τα έργα.
Life Decisions (2021)
Σκέφτηκα ότι με έναν πιο πιασάρικο τρόπο μπορώ να εκφράσω τα μηνύματά μου στο δρόμο. Έτσι, έπαιρνα κάποια ασπρόμαυρα ενσταντανέ από «μακάριες» οικογενειακές ή κοινωνικές στιγμές, πρόσθετα από πάνω τον καπνό και έγραφα: «ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ». Τα έκανα αφισάκια και τα κολλούσα στο δρόμο, χωρίς υπογραφή ή κάποιο στοιχείο ταυτοποίησης. Αρχικά, ήμουν πολύ φοβική, αλλά εντέλει το απόλαυσα. Είχα τριγυρίσει όσο ποτέ άλλοτε στην πόλη. Με τον καιρό, άρχισε να τα ανακαλύπτει ο κόσμος, να τα φωτογραφίζει και να τα ανεβάζει στα social media, χωρίς να με ξέρει. Εμένα με ενδιέφερε απλώς να το δει κάποιος. «Ακόμα και αν το ξεκολλήσει, θα το δει πρώτα και κάτι θα του προκαλέσει», σκεφτόμουν.
Και ερχόμαστε στην τελευταία περίοδο, που είναι εμπνευσμένη από το μεταναστευτικό σου background, όπως μας είπες. Πώς ήταν να γυρνάς πιο απενοχοποιημένα σε αυτά σου τα βιώματα;
Όλα ξεκίνησαν όταν πήρα την ελληνική ιθαγένεια —στα 29 μου μόλις και με τεράστια γραφειοκρατία. Αποκτώντας μία «νέα» ταυτότητα, οι μετανάστες θέλουμε να γυρίσουμε λίγο πίσω και να ασχοληθούμε με την καταγωγή μας, να την «αγκαλιάσουμε» και να τη μοιραστούμε περισσότερο. Είναι σαν ένα ιδιότυπο coming out.
Και έτσι, η ταυτότητα για την οποία δεν θα μιλούσα πολύ ούτε καν στους φίλους μου, έγινε το πιο hot θέμα για μένα. Είπα και στην αρχή ότι προσπαθώ να ενώσω το ιστορικό παζλ με διαβάσματα, αναζητήσεις και όσες μαρτυρίες είχα ακούσει από το οικογενειακό περιβάλλον. Και ανακάλυψα ένα σωρό πράγματα που δεν γνώριζα. Πρόσφατα πήγα στην Αθήνα στο νεοσύστατο Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης των ΑΣΚΙ και εντυπωσιάστηκα. Φυσικά και ζούσαμε τόσα χρόνια στην ελληνική κοινωνία, αλλά σαν συμπαγής κοινότητα θεωρώ ότι οι Αλβανοί ήμασταν κάπως αόρατοι. Αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει και χαίρομαι που σαν καλλιτέχνιδα είμαι κομμάτι αυτού.
Θέλω να σταθούμε σε δύο έργα αυτής της σειράς, που ξεφεύγουν από τη ζωγραφική και αφορούν τρισδιάστατες κατασκευές. Πόσο δύσκολο ήταν να φτιάξεις έργα που να «συνομιλούν» πλέον με το περιβάλλον γύρω τους, που να εντάσσονται στις τρεις διαστάσεις;
Πράγματι, οι τρεις διαστάσεις είναι μία πρόκληση. Μία εγκατάσταση δεν μπορείς να τη στήσεις εύκολα κάπου πέρα από το χώρο έκθεσής της ούτε μπορείς να τη δείχνεις ενώ είναι on the making.
Το πρώτο έργο είχε τίτλο «1991». Ήταν μία τέτοια εγκατάσταση για την ομαδική έκθεση «Παράσιτο» στον κάτω χώρο του Pikap. Αποτελείται από 250 κουτάκια αναψυκτικών —τα μέτρησε ο φύλακας της έκθεσης!—, που είναι παρατεταγμένα σε τετράγωνο. Σε κάποια από αυτά έβαλα ένα πλαστικό λουλούδι. Ακριβώς από πάνω κρέμασα μία ψηφιακή εκτύπωση όπου εικονίζεται ένα κουτάκι μέσα στη θάλασσα, το οποίο έχει κι αυτό κάποια λουλούδια μέσα, και υπάρχει ένα μικρό κείμενο για τη μετανάστευση στα αλβανικά. Μπροστά από τα κουτάκια υπάρχει ένα κομμάτι συρματόπλεγμα.
Τενεκεδάκια με… λουλούδια; Γιατί;
Τα τενεκεδάκια ήταν τελείως άγνωστα στην καθεστωτική Αλβανία. Ανήκαν στον καπιταλιστικό «έξω κόσμο». Οπότε, ο μόνος τρόπος να τα αποκτήσεις ήταν από το εξωτερικό ή αν τα ξέβραζε η θάλασσα. Πολλές νοικοκυρές τα μαζεύανε, λοιπόν, τα ξεπλένανε και τα στολίζαν στο σπίτι σαν εξωτικό διακοσμητικό. Κάποιοι τα πουλούσαν κιόλας κρυφά.
1991 (2024)
Η μητέρα μου μου είπε ότι είχε κι αυτή τέτοια στον μπουφέ του πατρικού της. Αλλά το αναφέρει πολύ ωραία και η Λέα Ούπι στο βιβλίο της «Ελεύθερη», που θυμάται ότι η μητέρα της αγόρασε ένα τέτοιο κουτάκι και το στόλισε με ένα λουλούδι στο ράφι, σαν βάζο. Για μένα, αυτό το κουτάκι λειτουργούσε σαν ένα φαντασιακό για την πλούσια, χρωματιστή ζωή που υποτίθεται τους περίμενε εκεί έξω. Αλλά συχνά αυτή η φαντασίωση κατέρρεε, όταν ξυλοκοπούνταν ή βυθίζονταν σε ναυάγια στη θάλασσα. Το συρματόπλεγμα συμβολίζει την Αλβανία ως χώρα-«φυλακή» επί καθεστώτος, όπως την έχουν χαρακτηρίσει.
Και το δεύτερο έργο;
Το δεύτερο έργο λέγεται «Ο Μετανάστης». Είναι εμπνευσμένο από συγγραφείς όπως ο Φατός Ρόσα και ο Γκαζμέντ Καπλάνι, που περιγράφουν τον ερχομό τους από τα βουνά με καραβάνια και με τον κίνδυνο πάντα να τους κλέψουν, να τους συλλάβουν ή να τους τραυματίσει κάποιο ζώο. Άλλοι άνθρωποι πεθάνανε από το κρύο ή σφαίρες. Δεν ξέρω αν έχει ασχοληθεί κανείς να υπολογίσει πόσοι ακριβώς πέθαναν σε τέτοια περάσματα.
Ένιωσα ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένα μνημείο για αυτούς τους ανθρώπους και σκέφτηκα να το φτιάξω μόνη μου. Φαντάστηκα μία κινούμενη ανθρώπινη μορφή η οποία θα έχει πάνω της πολλά προσωπάκια από πραγματικούς μετανάστες, πολλά μίνι πορτραίτα ας πούμε. Έφτιαξα, λοιπόν, με ξύλο αυτήν την ανθρώπινη μορφή και ζωγράφισα πολλά μικροσκοπικά πορτρέτα με ξυλομπογιές σε διαφορετικά χρώματα. Ως αναφορά είχα τα πρόσωπα που φωτογράφισε ο Γιάννης Δήμου και ο Σπύρος Στάβερης.
Ο Μετανάστης (2024)
Η μορφή είναι αποσπώμενη. Την έφτιαξα με τη βοήθεια του πατέρα μου και τη στήσαμε οικογενειακά σε πέντε σημεία: πριν και μετά τα Ελληνοααλβανικά σύνορα της Κακαβιάς, αντίστοιχα στα σύνορα της Κρυσταλλοπηγής και στο λιμάνι της Αυλώνας —που και εγώ περίμενα να πάρω ένα πλοίο και τελικά δεν το πήρα ποτέ.
Πώς ήταν για τους γονείς σου να βλέπουν τη μετανάστευσή τους πλέον σαν τέχνη;
Ήταν η πρώτη φορά που μοιράστηκα τόσες ιδέες και πηγές για την τέχνη μου μαζί τους. Ήταν και πάλι πολύ υποστηρικτικοί. Η δε μητέρα μου συγκινήθηκε όταν είδε τα κουτάκια στην έκθεση.
Για να έρθουμε τώρα σε κάποια πιο πρακτικά, εργάζεσαι ως δασκάλα καλλιτεχνικών, όπως πολλοί απόφοιτοι της Καλών Τεχνών. Πόσο εύκολο είναι για σένα να ισορροπείς την καλλιτεχνική σου πλευρά με το βιοποριστικό κομμάτι;
Θέλει έναν πρόγραμματισμό, να είσαι προσηλωμένος, να βρίσκεις λόγους να είσαι δημιουργικός και εκφραστικός. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, κυρίως από άποψη κούρασης. Δουλεύεις την ημέρακαι έρχεσαι το απόγευμα στο ατελιέ και ξαναδουλεύεις. Οπότε, είναι πρακτικά σαν να κάνεις δύο δουλειές, αλλά μόνο απ’ μία πληρώνεσαι. Υπάρχει ο κίνδυνος να σε καταπιεί η βασική σου δουλειά. Όμως, με αρκετή προσπάθεια γίνεται. Δύσκολα, αλλά γίνεται.
Εικαστικός στη Θεσσαλονίκη εν έτει 2024. Πώς είναι αυτό;
Ούτε αυτό είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα είναι λίγο πιο… «οικογενειακά», πιο παρεΐστικα. Δεν είμαστε και πολλοί οι άνθρωποι της τέχνης, οπότε λίγο-πολύ γνωριζόμαστε. Στην Αθήνα και το εξωτερικό είναι πολύ πιο απρόσωπα τα πράγματα. Εδώ γίνεται ένα event και ξέρεις προσωπικά ποιοι συμμετέχουν, ποιοι θα πάνε, βρίσκεις συνέχεια γνωστούς να μιλήσεις. Αυτό είναι και καλό και κακό.
Από κει και πέρα, η Θεσσαλονίκη έχει μπει σε μία DIY κατάσταση γενικότερα. Νομίζω έχει πολύ λιγότερα θεσμικά πράγματα και έχει περισσότερες πρωτοβουλίες. Σίγουρα έχει περιθώρια να γίνονται ακόμα παραπάνω εικαστικά δρώμενα. Από συνεργασίες με φορείς, πρόσφατα το εργαστήριό μας συμμετείχε σε ένα open studio day του MoMus στο πλαίσιο των Δημητρίων. Αλλά το θεσμικό κομμάτι λείπει, γενικά.
Χώρους για να εκθέτετε έχετε στην πόλη;
Πάρα πολύ λίγους. Και ξαναλέω, οι περισσότεροι πρωτοβουλιακοί. Προσωπικά, είμαι ευγνώμων που υπάρχουν και αυτοί, αν και είναι πάντα overbooked. Μακάρι να υπάρξουν κι άλλοι, το μέγεθος της πόλης το σηκώνει.
Βρισκόμαστε στο Lagg, έναν πολυχώρο που λειτουργείς μαζί με άλλους δύο εικαστικούς, το Θωμά Λιούτα και τη Δέσποινα Κανελάκη. Πες μας λίγα λόγια. Ποιες είναι οι προκλήσεις γενικά του να βρει ένας νέος καλλιτέχνης έδρα;
Το Lagg ήτανε όραμα —όνειρο, βασικά— για κάνα χρόνο και σταθήκαμε πολύ τυχεροί που βρήκαμε αυτόν το χώρο για να πάρει σάρκα και οστά, ή καλύτερα τοίχους και μπετά! Είναι όλο σχεδόν DIY. Μόνοι μας το βάψαμε, το διακοσμήσαμε, βρήκαμε πατέντες να φτιάξουμε πράγματα, με δικά μας χρήματα και κόπο. Είναι δικό μας «παιδί» και το αγαπάμε.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο χώρος είναι από μόνος του μία εγκατάσταση τέχνης. Είναι λίγο εργαστήριο, είναι και λίγο σαλονάκι, έχει έργα τέχνης παντού, αφίσες. Είναι ένα statement όλο!
Σίγουρα είναι αρκετά δύσκολο για έναν καλλιτέχνη να έχει δικό του χώρο. Αφενός, πολλοί από εμάς μετακινούμαστε ως αναπληρωτές σε όλη την Ελλάδα, χωρίς σταθερή έδρα. Αφετέρου, συχνά οι χώροι είναι πολύ ακριβοί ή πολύ κακοί —ή και τα δύο! Υπάρχει το πρόβλημα με το κέντρο, το οποίο όλο και ακριβαίνει και πολλοί μετακινούνται δυτικά ή ανατολικά, όπως εμείς. Και άμα βρεθεί χώρος, συνήθως τον μοιράζονται πολλά άτομα, για να βγαίνουν τα έξοδα.
Το ίδιο παίζει και στα στούντιο μουσικής. Κάποιοι γνωστοί μας τους είχανε κάνει έξωση από το χώρο που παίζανε μουσική, σε ένα κτίριο το οποίο είχε καταξοχήν προβάδικα, επειδή γίνονται όλα Airbnb.
Ανέκαθεν η Τέχνη ήτανε και δημόσιες σχέσεις, και στην εποχή των social media παίζει πάρα πολύ ρόλο η εικόνα. Εσύ πώς νιώθεις να σε επηρεάζει αυτή η διαρκής ανάγκη να δείχνεις τη δουλειά σου;
Πράγματι, τα χρησιμοποιώ και εγώ τα τελευταία χρόνια έντονα τα social, για να δείξω κάποια κομμάτια της δουλειάς μου. Πιο πολύ με βοηθάνε στη διασύνδεση με άλλους καλλιτέχνες, που μπορεί να έχουν προκύψει και κάποιες συνεργασίες πολύ πιο εύκολα. Από κει και πέρα, σίγουρα θα παίξει έναν ρόλο το πώς θα φαίνεται η δουλειά σου. Μέχρι στιγμής, έχω καλή εμπειρία, γιατί μπορώ να φιλτράρω τι θα με νοιάζει και πόσο από την αυτοεικόνα μου.
Στο μέλλον τι να περιμένουμε από σένα;
Γενικά, δεν μπαίνω πολύ στη διαδικασία να σκέφτομαι πολύ μακροπρόθεσμα. Το πάμε μήνα-μήνα και πολλά προκύπτουν και στην πορεία, όπως η έκθεση «Παράσιτο» ή το open studio day. Θέλω να συνεχίσω τη σειρά έργων για τη μετανάστευση και την Αλβανία, να βάλω στο χαρτί και κάποιες άλλες ιδέες, και πολύ μελλοντικά, αν προκύψει, να τις εκθέσω κάπου. Ευελπιστώ να συνεχίσω αυτήν την ισορροπία δουλειάς και δημιουργίας και, φυσικά, να συνεχίσουμε τα όμορφα πράγματα εδώ στα εργαστήριο. Ό,τι άλλο προκύψει ευπρόσδεκτο. Είμαστε ανοιχτοί σε όλα.
Σχετικά Αρθρα